ορθοδοντικός

ορθοδοντικός
η , ό[ν] мед. относящийся к ортодонтии, ортодонтический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ορθοδοντικός" в других словарях:

  • ορθοδοντικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ορθοδοντικός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθοδοντική 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορθοδοντικός ειδικός οδοντίατρος ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη τών ατελειών και με τη διόρθωση τής σύνταξης και… …   Dictionary of Greek

  • ορθοδοντικός — ή, ό 1. ο σχετιζόμενος με τη θέση των δοντιών, την αισθητική και τη λειτουργικότητά τους. 2. ως ουσ., ορθοδοντικός, ο, η ειδικός οδοντίατρος που ασχολείται με την αισθητική των δοντιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»